κοινολέκτως

κοινολέκτως
κοινόλεκτος
in the language of common life
adverbial
κοινόλεκτος
in the language of common life
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοινόλεκτος — η, ο (Α κοινόλεκτος, ον) (για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός. επίρρ... κοινολέκτως (Α) στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”